Ο ΑΜΜΩΝΙΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ: ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΜΟΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΛΕΞΕΩΝ - ΑΜΜΩΝΙΟΣ
ΣΕΙΡΑ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ» (ΑΡ. 8)
Ο Γραμματικός και Λεξικογράφος Αμμώνιος έζησε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τον 1ο μ.χ. αιώνα στην Αλεξάνδρεια, τον τόπο συγκεντρώσεως όλων των Ελλήνων σοφών εκείνη την ιστορική περίοδο. Το όνομα Αμμώνιος έφεραν πολλά πρόσωπα της αρχαιότητος, ιδίως κατά την ελληνιστική περίοδο, και σημαίνει τον ανήκοντα εις τον Άμμωνα Δία αλλά και γενικότερα τον προερχόμενο από την περιοχή της Αμμωνίας, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα ολόκληρη η βόρειος Αφρική (Λιβύη): " Άμμων, όνομα θεού Ελληνικού", σημειώνεται στο Λεξικόν Σούδα, και ο Στέφανος Βυζάντιος στα " Εθνικά", μας πληροφορεί σχετικά ότι "Αμμωνία, η μεσόγειος Λιβύη. και αυτή δε πάσα η Λιβύη ούτως εκαλείτο από Άμμωνος. ο οικήτωρ Αμμώνιος".
Τα μόνα σωζόμενα έργα του Αμμωνίου, απ΄ όσα τουλάχιστον γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, είναι το Περί Ομοίων και Διαφόρων Λέξεων και το Περί Ακυρολογίας. Πρόκειται για έργα με κοινή θεματολογία: την γνώση των λεπτών εννοιών της Ελληνικής Γλώσσας και την ορθή - έγκυρη χρήση των λέξεών της. Τα πρωτότυπα έργα πρέπει να καταλάμβαναν πολύ μεγαλύτερη έκτασι και ό,τι έχουμε σήμερα στα χέρια μας είναι οι σωζόμενες επιτομές. Το όλο έργο του Αμμωνίου σώζεται σε διάφορους χειρόγραφους κώδικες που περιλαμβάνουν αποσπασματικά τα ανωτέρω συγγράμματα και φυλάσσονται σε Βιβλιοθήκες της Ευρώπης. Η πρώτη έντυπη έκδοσις έγινε στην Βενετία το 1497 από τον Άλδο Μανούτιο, με τον γενικό τίτλο: Dictionario Graeco. Ακολούθησε η έκδοσι του Λουδοβίκου Κάσπαρ Βάλκεναιρ το 1739 στο Βατικανό, με τον τίτλο: Ammonius, De adfinitum vocabularum differentia. Με τον τίτλο πλέον αυτόν επανεκδόθηκε το 1787 στην Ερλάγκη και το 1822 στην Λειψία.
Η παρούσα έκδοσις είναι η πρώτη που γίνεται στην Ελλάδα, με εξαρχής στοιχειοθεσία, λεξικογραφική σελιδοποίησι, εισαγωγή, πλήρη κατάλογο των αρχαίων συγγραφέων και των αναφερόμενων έργων τους, και αναλυτικό ευρετήριο όλων των λημμάτων του έργου.
Τα έργα παρουσιάζονται σε μορφή Λεξικού με συγκριτική παράθεσι λέξεων που ομοιάζουν μεταξύ τους η σχετίζονται με το ίδιο θέμα, που φαίνονται να είναι συνώνυμες, αλλά έχουν διαφορετική σημασία, παραδείγματος χάριν:
- άντρον και σπήλαιον διαφέρει. άντρον μεν το αυτοφυές κοίλωμα, σπήλαιον δε το χειροποίητον.
- άντρον και σπήλαιον διαφέρει. άντρον είναι το φυσικώς δημιουργημένο κοίλωμα γης, ενώ σπήλαιον είναι αυτό που έχει διαμορφωθεί (από τον άνθρωπο).
- άγειν και φέρειν διαφέρει. άγεται μεν γαρ τα έμψυχα· φέρεται δε τα άψυχα.
- άγειν και φέρειν διαφέρει. διότι άγονται μεν τα έμψυχα, φέρονται δε τα άψυχα. (πρβλ. και την σημερινή έκφρασι: άγεται και φέρεται, δηλαδή, δεν έχει κανέναν έλεγχο στη ζωή του).
- αδεής και αδαής διαφέρει. δια μεν γαρ του «ε» ο άφοβος, δια δε του «α» ο αμαθής.
- αδεής και αδαής διαφέρει. αδεής, με ε, είναι ο άφοβος (α στερ. και δέος), ενώ αδαής, με α, είναι ο αμαθής (α στερ. και δάω -γνωρίζω, διδάσκω).
- δόξα και κλέος διαφέρει. δόξα μεν εστίν ο παρά των πολλών έπαινος, κλέος δε ο παρά των σπουδαίων.
- δόξα και κλέος διαφέρει. δόξα είναι ο έπαινος από τους πολλούς, ενώ κλέος ο έπαινος από τους σπουδαίους.
Μιας και της αυτής λέξεως, που η σημασία της διαφοροποιείται ανάλογα με τον τονισμό της, παραδείγματος χάριν:
- αγροίκος και άγροικος διαφέρει. προπερισπωμένως μεν ο εν αργώ κατοικών, προπαροξυτόνως δε ο σκαιός τους τρόπους.
- αγροίκος και άγροικος διαφέρει. η πρώτη λέξη τονίζεται στην παραλήγουσα (περισπάται) και σημαίνει αυτόν που κατοικεί στους αγρούς, ενώ η δεύτερη τονίζεται στην προπαραλήγουσα (οξύνεται) και σημαίνει αυτόν που είναι βίαιος και απότομος στους τρόπους του.
- αμυγδαλή και αμυγδάλη διαφέρουσιν. αμυγδαλή μεν γαρ περισπωμένως το δένδρον δηλοί· αμυγδάλη δε παροξυτόνως τον καρπόν.
- αμυγδαλή και αμυγδάλη διαφέρουν. διότι όταν τονίζεται στην λήγουσα, περισπάται και δηλώνει το δένδρο· ενώ όταν τονίζεται στην παραλήγουσα, οξύνεται και δηλώνει τον καρπό.
- ασφόδελος και ασφοδελός διαφέρει. προπαροξυτόνως μεν γαρ το φυτόν· οξυτόνως δ΄ ο τόπος.
- ασφόδελος και ασφοδελός διαφέρει. διότι, όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα σημαίνει το φυτό, ενώ όταν τονίζεται στην λήγουσα σημαίνει τον τόπο (όπου φύεται το φυτό αυτό).
Μιας και της αυτής λέξεως που η σημασία της διαφοροποιειται ανάλογα με το πνεύμα τους, παραδείγματος χάριν:
- άρα και άρα διαφέρει. ο μεν γαρ κατά περισπασμόν λεγόμενος σύνδεσμος απορηματικός εστίν, ότε απορούντες λέγομεν· "άρα τέλος έξει το πράγμα;" ο δε κατά συστολήν συλλογιστικός· "ει ημέρα εστί, φως εστίν· αλλά μην ημέρα εστίν. φως άρα εστίν".
- άρα και άρα διαφέρει. διότι ο μεν πρώτος σύνδεσμος που περισπάται, είναι απορηματικός, όπως όταν απορώντας λέμε· "άρα θα έχει τέλος το πράγμα;" ενώ ο δεύτερος σύνδεσμος που οξύνεται (και η προφορά του είναι συσταλτική), είναι συλλογιστικός· "εάν είναι ημέρα, υπάρχει φως· αλλά βεβαίως είναι ημέρα. άρα υπάρχει φως".
Μιας και της αυτής λέξεως που η σημασία της διαφοροποιείται ανάλογα με την ορθογραφία της, παραδείγματος χάριν:
- λήμα και λήμμα διαφέρει. λήμα μεν γάρ εστί δι΄ ενός «μ» το παράστημα της ψυχής, λήμμα δε δια δύο «μμ» το λαμβανόμενον.
- λήμα και λήμμα διαφέρει. διότι λήμα με ένα «μ» είναι το παράστημα της ψυχής, ενώ λήμμα με δύο «μμ» είναι αυτό που λαμβάνουμε.
- πείρα και πήρα διαφέρει. πείρα μεν γαρ εστίν η επιστήμη τε και εμπειρία. πήρα δε το ιατρικόν εγχειρίδιον, και δέρμα τι αρτοφόρον ο επί των ωμών φέρουσιν οι ποιμένες.
- πείρα και πήρα διαφέρει. διότι πείρα με «ει» είναι η επιστήμη και η εμπειρία· ενώ πήρα με «η» είναι το ιατρικό εγχειρίδιο, αλλά και το δερμάτινο αρτοφόρο σακκίδιο το οποίο φέρουν οι βοσκοί στους ώμους τους.
Μιας και της αυτής λέξεως που η σημασία της διαφοροποιείται ανάλογα με το γένος της, παραδείγματος χάριν:
- στύραξ και στύραξ διαφέρει. στύραξ θηλυκώς μεν θυμίαμα, αρσενικώς δε το ξύλον του ακοντίου.
- στύραξ και στύραξ διαφέρει. η στύραξ (θηλυκό) σημαίνει το θυμίαμα, ενώ ο στύραξ (αρσενικό) σημαίνει το ξύλο του ακοντίου.
- χάραξ και χάραξ διαφέρει. χάραξ θηλυκώς μεν επί των τη αμπέλω παραδεσμουμένων· αρσενικώς δε επί των εν τοις πολέμοις περιπηγνυμένων, αφ΄ ων λέγουσι "χαρακώσαντες" αντί του περιφράξαντες και "χαρακώματα" τα περιφράγματα.
- χάραξ και χάραξ διαφέρει. η χάραξ (θηλυκό) σημαίνει το ξύλο που μπήγεται στους αμπελώνες και δένουν πάνω σε αυτό τα κλήματα· ενώ ο χάραξ (αρσενικό) τα ξύλα που μπήγονται κατά τους πολέμους γύρω από το στρατόπεδο προς οχύρωσι, γι΄ αυτό και λένε "χαρακώσαντες" αντί του περιφράξαντες και "χαρακώματα" ονομάζουν τα περιφράγματα.
Καθώς και μιας και της αυτής λέξεως, που χωρίς καμμία εξωτερική διαφοροποίησι έχει δύο ή περισσότερες σημασίες, παραδείγματος χάριν:
- μάγος και μάγος διαφέρει. μάγον τόν τε φαρμακόν, ως Αισχίνης εν τω κατά Κτησιφώντος, και τον περί τους θεούς ιερουργόν, ως Ηρόδοτος.
- μάγος και μάγος διαφέρει. μάγος λέγεται ο φαρμακός, όπως χρησιμοποιεί την λέξι ο Αισχίνης στον λόγο του κατά Κτησιφώντος, αλλά και ο ιερουργός των θεών, όπως χρησιμοποιει την λέξι ο Ηρόδοτος.
- ξενίζειν και ξενίζειν διαφέρει. ξενίζειν μεν ου μόνον το καταδέχεσθαι ξένον, αλλά και το ξένως διαλέγεσθαι.
- ξενίζειν και ξενίζειν διαφέρει. το ρήμα ξενίζω δεν σημαίνει μόνο το υποδέχομαι κάποιον ξένο (φιλοξενώ), αλλά και το ομιλώ παράξενα, ασυνήθιστα.
Γιώργος Λαθύρης